-
1 στοιχείων
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > στοιχείων
-
2 εκτασις
- εως ἥ1) растягивание, развертывание2) вытягивание(κώλων Arst.)
ἐπὴ μῆκος ἔ. Arst. — вытягивание в длину3) грам. удлинение, протяжность(τῶν στοιχείων Plut.)
-
3 εναλλαγη
ἥ1) поворотκατ΄ ἐναλλαγήν Plat. — обратно, наоборот
2) грам. перемещение, перестановка(ἐ. στοιχείων ὡς τὸ «ἀρχων» ὄνομα γίνεται «Χάρων» Sext.)
-
4 ισομοιρια
ἥ1) равное распределение (частей), равенство(τῶν στοιχείων Arst.; δημοκρατία παρέξουσα ἅπασιν ἰσομοιρίαν Plut.)
2) равная доля, одинаковое участиеἡ ἰ. τῶν κακῶν Thuc. — равное для всех, т.е. всеобщее несчастье
-
5 ξυγκειμαι
1) лежать вместе или рядом Soph.2) (как pass. к συντίθημι См. συντιθημι) слагаться, составляться, состоять(ἐκ στοιχείων Plat.; ἐκ πολλῶν μερῶν Arst.)
ἐκ τριῶν συγκείμενος Plat. — состоящий из трех элементов;εἰς ἓν συγκείμενος Plat. — сложенный в одно (целое), т.е. единый, связный;ἥ οὐσία συγκειμένη Arst. — сложная (досл. составная) субстанция3) сочиняться, создаватьсяκτῆμα ἐς ἀεὴ ξύγκειται Thuc. — (эта) вещь создана на вечные времена, т.е. в назидание всем грядущим поколениям;ὑπὸ ποιητῶν συγκείμενα Isocr. — творения поэтов4) задумывать, измышлять; затеватьτὰ συγκείμενα ἐπὴ τῇ βλάβῃ τινός Lys. — измышления в ущерб кому-л.;τῇδε σύγκειται δόλος Eur. — вот задуманная (мною) хитрость5) полагаться в качестве (быть предметом) условия, обуславливатьсяδιαλιπὼν τὰς συγκειμένας ἡμέρας Her. — спустя условленное количество дней;
σημεῖα τὰ ξυγκείμενα Arph. — условленные сигналы;ταῦτα ἡμῖν οὕτω ξυγκείσθω Plat. — это пусть будет нашим условием;ὥσπερ συνέκειτο Xen. — как было обусловлено; -
6 συγκειμαι
1) лежать вместе или рядом Soph.2) (как pass. к συντίθημι См. συντιθημι) слагаться, составляться, состоять(ἐκ στοιχείων Plat.; ἐκ πολλῶν μερῶν Arst.)
ἐκ τριῶν συγκείμενος Plat. — состоящий из трех элементов;εἰς ἓν συγκείμενος Plat. — сложенный в одно (целое), т.е. единый, связный;ἥ οὐσία συγκειμένη Arst. — сложная (досл. составная) субстанция3) сочиняться, создаватьсяκτῆμα ἐς ἀεὴ ξύγκειται Thuc. — (эта) вещь создана на вечные времена, т.е. в назидание всем грядущим поколениям;ὑπὸ ποιητῶν συγκείμενα Isocr. — творения поэтов4) задумывать, измышлять; затеватьτὰ συγκείμενα ἐπὴ τῇ βλάβῃ τινός Lys. — измышления в ущерб кому-л.;τῇδε σύγκειται δόλος Eur. — вот задуманная (мною) хитрость5) полагаться в качестве (быть предметом) условия, обуславливатьсяδιαλιπὼν τὰς συγκειμένας ἡμέρας Her. — спустя условленное количество дней;
σημεῖα τὰ ξυγκείμενα Arph. — условленные сигналы;ταῦτα ἡμῖν οὕτω ξυγκείσθω Plat. — это пусть будет нашим условием;ὥσπερ συνέκειτο Xen. — как было обусловлено; -
7 έλλειψη
[-ις (-εως)] η1) недостаток, нехватка, дефицит; отсутствие (чего-л.);έλλειψ εργατικών χεριών — нехватка рабочих рук;
έλλειψη βαρύτητας — невесомость;
κατάσταση έλλειψης βαρύτητας — состояние невесомости;
έλλειψη στοιχείων ενοχής — отсутствие состава преступления;
έλλειψη θελήσεως (εμπιστοσύνης) — отсутствие воли (доверия);
λόγω έλλειψης... — за недостатком чего-л.;
ένεκα ελλείψεως за отсутствием;2): ελλείψει из-за отсутствия, за отсутствием, за неимением; ελλείψει αποδείξεων за отсутствием доказательств; 3) недостаток, пробел; промах, недочёт, упущение; ελλείψεις της δουλειάς недостатки в работе; συμπληρώνω τίς ελλείψεις μου восполнять свои пробелы;είναι έλλειψή μου — это моё упущение;
γνωρίζω τίς ελλείψεις μου я знаю свои недостатки;4) эллипс -
8 συγκέντρωση
[-ις (-εως)] η1) сосредоточение, концентрация (тж. перен.); группировка; собирание, сбор, накапливание (тж. перен.); массирование (воен.);συγκέντρωση πυρών — сосре-
доточение огня;συγκέντρωση στοιχείων — сбор фактов;
συγκέντρωση προσοχής — сосредоточивание внимания;
2) собрание;κομματική συγκέντρωση — партийное собрание;
3) концентрация; централизация; объединение;συγκέντρωση καί συγκεντροποίηση τού κεφαλαίου — концентрация и централизация капитала;
συγκέντρωση της παραγωγής — концентрация производства;
§ στρατόπεδο συγκέντρωσης — концентрационный лагерь
-
9 σύστημα
τό1) е разн. знач система;τό ηλιακό (νευρικό) σύστημα — солнечная (нервная) система;
φιλοσοφικό σύστημα — философская система;
τό παγκόσμιο σοσιαλιστικό σύστημα — мировая система социализма;
τό εκλογικό σύστημα — избирательная система;
σύστημα διδασκαλίας — метод преподавания;
ραδιόφωνο νέου σύστήματος — радиоприёмник новой системы или новая модель радиоприёмника;
περιοδικό σύστημα των στοιχείων хим. — периодическая система элементов;
2) система, обычай, привычка;έχει σύστημα στη δουλειά — он работает методично;
έχει κακά σύστήματα — у него дурные привычки;
§ εκ ( — или από) σύστήματος — или κατά σύστημα — систематически, постоянно, всегда;
είναι από σύστήματος επιφυλακτικός — он всегда осторожен
См. также в других словарях:
Στοιχειῶν — Στοιχεία fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοιχείων — στοιχεί̱ων , στοιχεῖον the shadow of the gnomon neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
συνδυαστικός λογισμός — Είναι γνωστός και ως συνδυαστική ανάλυση. Κλάδος της αριθμητικής, που εξετάζει τις διάφορες δυνατές ομαδοποιήσεις με διάφορα αντικείμενα ή σύμβολα. Αν έχουμε τρεις σφαίρες με διαφορετικό χρώμα (άσπρο, κόκκινο, πράσινο) και θέλουμε να σχηματίσουμε … Dictionary of Greek
άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… … Dictionary of Greek
ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
υπερουράνια στοιχεία — Χημικά στοιχεία με ατομικό αριθμό μεγαλύτερο του 92 (ο ατομικός αριθμός του ουράνιου), τα οποία κατέχουν τις θέσεις μετά το ουράνιο στο περιοδικό σύστημα των στοιχείων. Τα μέχρι σήμερα γνωστά ισότοπα των υπερουράνιων στοιχείων εμφανίζουν αστάθεια … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek